- ανήλειπτος
- ἀνήλειπτος και ἀνήλειφος, -ον (Α) [αλείφω]1. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρο μετά το λουτρό2. αυτός που δεν πλύθηκε, ο ακάθαρτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνήλειπτος — unanointed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλειπτον — ἀνήλειπτος unanointed masc/fem acc sg ἀνήλειπτος unanointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλειπτα — ἀνήλειπτος unanointed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλειπτοι — ἀνήλειπτος unanointed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)